- αγάμητος
- -η, -ο (Α ἀγάμητος και -ετος, -ον) [γαμῶ]νεοελλ.ασυνουσίαστοςαρχ.άγαμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγάμητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμητον — ἀγάμητος masc/fem acc sg ἀγάμητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγάμετος — ἀγάμετος, ον (Α) [γαμῶ] βλ. αγάμητος … Dictionary of Greek
ακαλίγωτος — η, ο (και διαλ. ακαλίβωτος, ακαλίκωτος) [καλιγώνω] 1. ο απετάλωτος (για υποζύγιο ή και βόδι), που δεν έχει καλιγωθει 2. ο ξυπόλητος 3. μτφ. (δρόμος) που δεν έχει στρωθεί με πέτρες ή χαλίκια 4. μτφ. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν παγιδεύεται 5 … Dictionary of Greek
ακαλαφάτιστος — η, ο [καλαφατίζω] 1. εκείνος που δεν τού έχουν κλείσει τις χαραμάδες με στουπί, πίσσα, ή ρετσίνι «καΐκι ακαλαφάτιστο» 2. όποιος δεν μπορεί να επισκευαστεί με καλαφάτισμα 3. (μτφ. με άσεμνη σημασία) απέραστος, αγάμητος … Dictionary of Greek